Στην Ελλάδα ο καρκίνος του θυρεοειδή είναι ιδιαίτερα συχνός. Αυτό πιθανότατα οφείλεται στην έκθεση του πληθυσμού, ιδιαίτερα της Βορείου Ελλάδος, στα υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας που παρατηρήθηκαν στον ελλαδικό χώρο το 1986, μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσέρνομπιλ. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων (85%) ο καρκίνος του θυρεοειδή είναι θηλώδους ή θυλακιώδους τύπου και σε αυτή την περίπτωση η ίαση μετά από την κατάλληλη θεραπεία αγγίζει σε ποσοστό το 100%. Σε περίπτωση μυελοειδούς τύπου η πρόγνωση είναι χειρότερη.
Εκτός από την έκθεση σε ακτινοβολία από πυρηνικό ατύχημα, άλλοι παράγοντες που μπορεί να αυξήσουν τη συχνότητα του καρκίνου του θυρεοειδούς είναι η έκθεση σε ακτινοβολία, ιδιαίτερα της κεφαλής και του τραχήλου, για θεραπευτικούς λόγους. Ένα σημαντικό ποσοστό καρκίνου μυελοειδούς τύπου (περίπου 20%) οφείλεται σε γονιδιακή μετάλλαξη και τα άτομα που φέρουν την μετάλλαξη πάσχουν από το σύνδρομο πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας (ΜΕΝ).


Σε περίπτωση της οικογενούς μορφής του μυελοειδούς καρκίνου του θυρεοειδούς ο γενετικός-γονιδιακός έλεγχος θα οδηγήσει στην ανεύρεση των πασχόντων μελών της οικογένειας και την προφυλακτική ολική θυρεοειδεκτομή πριν την εμφάνιση του μυελοειδούς καρκίνου.


Η έγκαιρη ανίχνευση όζων στο θυρεοειδή και η τακτική παρακολούθηση από ειδικούς ιατρούς είναι το βασικότερο μέτρο έγκαιρης διάγνωσης και εξασφάλισης καλύτερων αποτελεσμάτων της θεραπείας από τον καρκίνο του θυρεοειδούς αδένα. Η καλύτερη και η πλέον αξιόπιστη εξέταση είναι το υπερηχογράφημα του τραχήλου. Ένα έμπειρος ακτινολόγος μπορεί να αξιολογήσει τα ευρήματα και να διαπιστώσει με ακρίβεια αν πρόκειται για καλοήθη ή κακοήθη όζο.